- ἐκάπυσσεν
- καπύωbreathe forthaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκαπύω — ἀποκαπύω (Α) εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καπύω «εκπνέω»] … Dictionary of Greek